- πίστευμα
- πίστ-ευμα, ατος, τό,A = πίστωμα, A.Ag.878 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πίστευμα — τὸ, Α [πιστεύω] (ποιητ. τ.) το πίστωμα* … Dictionary of Greek
πιστευμάτων — πίστευμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)